- δολοφόνου
- δολόφονοςslaying by treacherymasc/fem/neut gen sgδολοφόνοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βεντέτα — (ιταλ. vendetta = εκδίκηση). Έθιμο αυτοδικίας, που συνίσταται στην εκδίκηση του φόνου μέλους μιας οικογένειας με νέο φόνο που εκτελεί μέλος της ατιμασμένης οικογένειας σε βάρος μέλους της οικογένειας του δολοφόνου. Το έθιμο, πανάρχαια επιβίωση… … Dictionary of Greek
γηθοσύνη — (3ος αι. π.Χ.). Φίλη και αυλική της Βερενίκης, κόρης του Πτολεμαίου Φιλάδελφου και συζύγου του Αντίοχου Β’ του Θεού (261 247 π.Χ.). Όταν η πρώτη σύζυγος του Αντίοχου, Λαοδίκη, δολοφόνησε τη Βερενίκη, η Γ. κατάφερε να πείσει τον λαό πως η… … Dictionary of Greek
κυανοπώγων — ο 1. αυτός που έχει μαύρη γενειάδα 2. προσωνυμία τού Λανδρύ, τού Γάλλου δολοφόνου, ο οποίος παντρευόταν τα θύματά του, τά δολοφονούσε και τά εξαφάνιζε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. τραγο πώγων). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Φωτιστής — (257 – 332). Πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας. Ήταν γιος του Ανάκ, ανώτατου αξιωματούχου της Μεγάλης Αρμενίας και δολοφόνου (με την υποκίνηση των Περσών) του βασιλιά της Αρμενίας Κουσαρό. Πριν ανακηρυχθεί πατριάρχης Μεγάλης Αρμενίας, σπούδασε στην… … Dictionary of Greek
Σεράγεβο — Αναφέρεται και Σαράγιεβο (Sarajevo). Πρωτεύουσα (4.476.687 κάτ.) της Δημοκρατίας Βοσνίας Ερζεγοβίνης στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Μίλιατσκα, σε ορεινή περιοχή, μεταξύ Όζρεν Πλάνινα (1.452 μ.) προς Β, Ρομάνιγια Πλάνινα… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
οδηγώ — οδήγησα, οδηγήθηκα, οδηγημένος 1. δείχνω το δρόμο, πηγαίνω μπροστά από άλλον: Μας οδηγούσε ένας ντόπιος. 2. είμαι οδηγός οχήματος: Οδήγησα δώδεκα ώρες συνέχεια. 3. καθοδηγώ, πληροφορώ, δίνω οδηγίες: Οδηγώ το έργο της κατασκευής του δρόμου. 4. μέσ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)